- υποσημειοομαι
- ὑποσημειόομαιὑπο-σημειόομαιпостепенно или попутно помечать, записывать
(τὰ λεγόμενα Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ λεγόμενα Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποσημειούμενον — ὑποσημειόομαι note down pres part mp masc acc sg ὑποσημειόομαι note down pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειουμένης — ὑποσημειόομαι note down pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειοῦνται — ὑποσημειόομαι note down pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειωθεῖσαν — ὑποσημειόομαι note down aor part mp fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειωθέντων — ὑποσημειόομαι note down aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειωσάμενοι — ὑποσημειόομαι note down aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειωσάμενος — ὑποσημειόομαι note down aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειώσασθαι — ὑποσημειόομαι note down aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσημειώσει — ὑποσημείωσις noting down fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποσημειώσεϊ , ὑποσημείωσις noting down fem dat sg (epic) ὑποσημείωσις noting down fem dat sg (attic ionic) ὑποσημειόομαι note down fut ind mp 2nd sg ὑ̱ποσημειώσει , ὑποσημειόομαι note… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)